Σελίδες

Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Σχετικά με τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αεριοποίηση βιομάζας.

από την Διεπιστημονική Ομάδα Πολιτών Δήμου Μαρκόπουλου

Επειδή ξανάρχεται στην επικαιρότητα το θέμα των εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, από βιομάζα (στην προκείμενη περίπτωση από φυτικά λάδια), παραθέτουμε τρία άρθρα που είχαν δημοσιευθεί την άνοιξη του 2013, με αφορμή την πρώτη φορά που μας είχε απασχολήσει η συγκεκριμένη εταιρεία, με τα έξι εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, από αεριοποίηση βιομάζας, που πρότεινε τότε για κατασκευή, στην ίδια περιοχή.

Τα άρθρα αυτά γραμμένα από τους Μιχάλη Μπούργο, Λευτέρη Κατσουλάκο και Σταμάτη Αρναούτη, εξετάζουν το επιχειρηματικό σχέδιο, που κατέθεσε η εταιρεία και τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει στην ανάπτυξη της περιοχής, τόσο στον οικονομικό, όσο και στον αγροτικό τομέα.
Καλή άναγνωση ...



Εισαγωγικό Σημείωμα
Στις 17 Απριλίου, στο Δημοτικό Συμβούλιο του Μαρκόπουλου, γράφτηκε ο επίλογος του πρώτου επεισοδίου: η αρνητική γνωμοδότηση, σε μια ιστορία που είχε ξεκινήσει τέσσερις μήνες πριν, με την κατάθεση -σε Περιφέρεια Αττικής και Δήμο Μαρκόπουλου- της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για τη δημιουργία έξι εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αεριοποίηση βιομάζας Ήταν μια υπόθεση που δημιούργησε μεγάλες εντάσεις και καχυποψία για τις προθέσεις, τόσο της εταιρείας-φορέα της επένδυσης, όσο και της δημοτικής αρχής.
Η ίδια εταιρεία, έχει κάνει αιτήσεις και για άλλα μέρη, για την κατασκευή τέτοιων μονάδων, όπως η Φυλή, ο Ωρωπός, ο Γέρακας, το Κορωπί, η Κερατέα και η Κηφισιά. Της αρνητικής γνωμοδότησης του Δημοτικού Συμβουλίου του Μαρκόπουλου, είχε προηγηθεί ανάλογη, επίσης αρνητική, γνωμοδότηση του Δήμου Κορωπίου για μία μονάδα που υπήρχε η πρόθεση να λειτουργήσει εκεί. Στη συζήτηση μάλιστα που είχε γίνει στο Δημοτικό Συμβούλιο Κορωπίου και αναφέρεται μέσα στο σκεπτικό της απόφασης, ο δήμαρχος είχε πει ότι διατηρεί επιφυλάξεις γιατί δεν θα είναι η μοναδική μονάδα, …θα έρθουν κι άλλες. Άλλωστε το ότι τίποτα δεν τελείωσε, το επιβεβαιώνει και η πρώτη θετική γνωμοδότηση που εξασφάλισε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, για την αντίστοιχη μονάδα που προτίθεταιι να κατασκευάσει στην Κηφισιά στη θέση Καλιφτάκι, το ίδιο επιχειρηματικό σχήμα.

Παράλληλα, άλλα επιχειρηματικά σχήματα προωθούν ή καταστρώνουν –με την ίδια «μεθοδολογία»- παρόμοια φιλόδοξα ανορθολογικά-«φαραωνικά» σχέδια ενεργειακού περιεχομένου, επικίνδυνου έως εχθρικού περιβαλλοντικά χαρακτήρα. Πολλές φορές σε άτυπη συνεργασία και ουσιαστική συμπόρευση με τους τοπικούς και υπερτοπικούς άρχοντες. Μπροστά σε τούτη την «χωρίς συστολές», επικερδή όμως για κάποιους, μυθοπλασία, αξιολογούμε ότι η συλλογή επιστημονικών και εμπεριστατωμένων άρθρων και η παράθεση απόψεων, που ξεκινάμε μέσα από αυτό το διαδικτυακό τόπο, θα βοηθήσει όλους όσους ασχολούνται ή και θα ασχοληθούν στο μέλλον με σχετικές υποθέσεις, γιατί όπως όλα δείχνουν, αυτή η ιστορία τώρα αρχίζει.


Project "Βιομάζα" και Μαρκόπουλο Αττικής - Το επιχειρηματικό σχέδιο


του Μιχάλη Μπούργου
Μηχανικού Ανάπτυξης

Χωροθέτηση του Έργου
Η εγκατάσταση των 6 μονάδων βιομάζας, ισχύος 1 MW η καθεμία, προβλέπεται να γίνει σε γειτονικά ουσιαστικά οικόπεδα, όπως αποτυπώνονται στην αεροφωτογραφία Φ1 (Οικόπεδα 1-6 DOS).


Οι θέσεις αυτές φαίνεται να είναι εξαιρετικά κοντινές: 40-300 μέτρα, με μέση απόσταση τα 190 μέτρα. Το πιο απομακρυσμένο είναι το Οικόπεδο 6.


Τα οικόπεδα βρίσκονται πρακτικά περιμετρικά των εγκαταστάσεων τριών επιχειρήσεων, που φαίνεται να διατηρούν αποθηκευτικούς χώρους στις θέσεις αυτές (Φ;):



«1»:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΕΒΕ "HELESI ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ", εταιρία μελέτης, σχεδιασμού και υλοποίησης ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης απορριμμάτων, καθώς και παροχής υπηρεσιών καθαρισμού και διαχείρισης.


«2»:
ΑΜΒΥΞ ΑΕ, εταιρεία εισαγωγής, marketing και εμπορίας αλκοολούχων ποτών.


«3»:
ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ ΑΕ, όμιλος σούπερ μάρκετ.




Οι προτεινόμενες εγκαταστάσεις βρίσκονται εντός περιοχής που είναι χαρακτηρισμένη ως «Βιομηχανικό Πάρκο προς Εξυγίανση».
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, οι υποδοχείς εξυγίανσης πολεοδομούνται σε περιοχές που υφίστανται άτυπες συγκεντρώσεις βιομηχανικών μονάδων για την εξυγίανση τους. Στις επιτρεπόμενες εγκαταστάσεις περιλαμβάνονται δραστηριότητες υψηλής όχλησης, όπως στο άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 2545/97, εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποθήκευσης καυσίμων, μονάδες του τριτογενούς τομέα όπως εμπορικά και εμπορευματικά κέντρα, χονδρεμπόριο και εφοδιαστική, υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις. Περιλαμβάνονται ακόμα μονάδες επεξεργασίας αποβλήτων, καθώς και οι χρήσεις της ενότητας Β του άρθρου 1 του Π.Δ. της 23.2 / 6.3.1987, εφόσον είναι συμβατές με την επιδιωκόμενη εξυγίανση. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφεύγεται η αύξηση της πυκνότητας κατοίκησης και οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το 40-60% της συνολικής έκτασης του υποδοχέα, ανάλογα με την πρόβλεψη εγκατάστασης δραστηριοτήτων νέας και υψηλής τεχνολογίας, έρευνας και παροχής υπηρεσιών, με τις αναγκαίες γι αυτές αστικές λειτουργίες, ή ανάλογα με το χαρακτηρισμό τους ως «οικο-υποδοχείς».
Σε όλους τους τύπους πολεοδομούμενων υποδοχέων προβλέπεται εισφορά σε γη, που για τους υποδοχείς εξυγίανσης ορίζεται σε 20% της ιδιοκτησίας (ανάλογα και με τη δυνατότητα λειτουργίας των μονάδων), το 10% της οποίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κοινωφελών χώρων.
Ο Σ.Δ. κυμαίνεται από 1,6 ως 0,9 και επιβάλλεται περιμετρική ζώνη υψηλού πρασίνου, το πλάτος της οποίας για τους υποδοχείς εξυγίανσης (5-15 μ) εξαρτάται από τον επιτρεπόμενο βαθμό όχλησης. Το μέγιστο ποσοστό κάλυψης των οικοδομήσιμων χώρων στους υποδοχείς εξυγίανσης ορίζεται σε 70%. Η αρτιότητα των οικοπέδων ορίζεται κατά περίπτωση με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, μεταξύ 1.000 και 500 τ.μ.
Φωτογραφία Φ1

Στην επιτόπια επίσκεψή μας στο χώρο, εντούτοις, βρεθήκαμε σε μία περιοχή που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν αγροτική, με έντονη την παρουσία λιόδενδρων, σε μία εύφορη πεδινή έκταση.
Η περιοχή φαίνεται τώρα να μετατρέπεται σε βιομηχανική, με νέες εγκαταστάσεις που δεν έχουν όμως ούτε την πυκνότητα που να δικαιολογεί την ανάγκη εξυγίανσης, ούτε τις πολεοδομικές χαράξεις και τους μηχανισμούς ελέγχου που προβλέπονται για οργανωμένους υποδοχείς. Αποτέλεσμα είναι οι ανεξέλεγκτες εργασίες και οι αποθέσεις μπαζών και σκουπιδιών σε παρακείμενα οικόπεδα, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες Φ2-Φ5.
Φωτογραφία Φ2
Φωτογραφία Φ3
Φωτογραφία Φ4
Φωτογραφία Φ5


Η θέση των μονάδων βρίσκεται περίπου σε απόσταση 1 χλμ από τα όρια του οικισμού Μαρκόπουλου και το γήπεδο της περιοχής, όπως φαίνεται και στην αεροφωτογραφία Φ6.
Φωτογραφία Φ6


Τα σημαντικότερα κοντινά σημεία αποτυπώνονται καλύτερα στις αεροφωτογραφίες Φ1 και Φ7.
Συγκεκριμένα, στην Φ1:
«4»:
Γήπεδο Μαρκόπουλου

«5»:
Οικισμός Μαρκόπουλου

«6»:
Λεωφόρος Λαυρίου (Συνέχεια Αττικής Οδού, από την έξοδο για Μαρκόπουλο)



Στην Φ7, μπορούμε να δούμε σε μεγαλύτερη κλίμακα:


«1»:
Λεωφόρος Λαυρίου (Συνέχεια Αττικής Οδού, από την έξοδο για Μαρκόπουλο)

«2»:
Οικισμός Μαρκόπουλου

«3»:
Περιοχή Λατομείων (διαταραγμένη περιοχή, χωρίς την παραμικρή αποκατάσταση)

«4»:
Περιοχή Ιπποδρόμου


Φωτογραφία Φ7


Η περιοχή δεν χρησιμοποιείται ως περιοχή κατοικίας σε ακτίνα 1 χλμ από το έργο, ωστόσο από την επιτόπια έρευνα βρήκαμε κατοικίες σε μικρότερη απόσταση από τα όρια του οικισμού.


Οι υποδομές στην περιοχή κρίνονται ανεπαρκέστατες.
Το οδικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από αγροτικούς δρόμους, χωρίς ασφαλτόστρωση. Σε λίγο καλύτερη κατάσταση και ασφαλτοστρωμένος, ο δρόμος που περνάει ανάμεσα από τα 6 οικόπεδα και τις 3 προϋπάρχουσες εγκαταστάσεις (Φ1).


Άγνωστες είναι οι περιοχές προέλευσης της πρώτης ύλης, αλλά και οι χώροι διαχείρισης-μεταφοράς των αποβλήτων από τις δραστηριότητες. Στη μελέτη γίνονται μόνο ασαφείς-θεωρητικές αναφορές για το ζήτημα αυτό. Είναι σίγουρα δεδομένο ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες καλλιέργειες, ούτε η παραμικρή πρόβλεψη-σχεδιασμός για την ανάπτυξή τους στην ευρύτερη περιοχή.


Οι ιδιαίτερα κοντινές θέσεις εγκατάστασης των μονάδων, αξιολογείται ότι δικαιολογούν την προσέγγισή τους ως μία λειτουργούσα δραστηριότητα, η οποία θα έχει πρακτικά κοινά δίκτυα διαχείρισης πρώτων υλών, οργανόγραμμα εργασίας, σύστημα διάθεσης του παραγόμενου προϊόντος και πλάνου διοίκησης.
Επομένως, η σχετική αδειοδότηση θα πρέπει να δοθεί για τη λειτουργία ως μίας (1) μονάδας των 6 MW και να απαιτηθούν οι σχετικές διαδικασίες και περιορισμοί που προβλέπονται για την περίπτωση αυτή.
Ακόμα, θα πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις για την περιοχή σε σχέση με τη λειτουργία των μονάδων ως ένα ενιαίο σύνολο και όχι ως 6 διαφορετικές δραστηριότητες.



Επιχειρηματικός Σχεδιασμός του Έργου


Στην περιοχή σχεδιάζεται η κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα, συνολικής παραγόμενης ενέργειας 6 MW.
Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζεται ως 6 ξεχωριστές μονάδες ισχύος 1 MW η καθεμιά και είναι μέρος ενός συνολικότερου σχεδίου παραγωγής ενέργειας από βιομάζα, με αναφορά το σύνολο της χώρας.
Το σχέδιο της συνολικής επένδυσης, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του φορέα της επένδυσης, παρουσιάζει τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:


Χαρακτηριστικά Επένδυσης

Τιμές
Παρατηρήσεις
Συνολικό Μέγεθος Επένδυσης (ευρώ)

151.000.000
Μεσοπρόθεσμα
Χρηματοδότηση: Ιδία Κεφάλαια (ευρώ)

52.850.000
35% συνόλου
Χρηματοδότηση από Δανεισμό (ευρώ)

67.950.000
45% συνόλου
Χρηματοδότηση από την Κεφαλαιαγορά (ευρώ)

30.200.000
20% συνόλου
Συνολικός Αριθμός Μονάδων

130
Μονάδες του 1 MW
Συνολική Ισχύς Παραγόμενου Ηλεκτρικού Ρεύματος (MW)

130



Η επένδυση μάλιστα παρουσιάζεται –στην ιστοσελίδα της εταιρίας- με ιδιαίτερα υψηλές προσδοκώμενες αποδόσεις, της τάξης του 67%!


Για να λειτουργήσουν οι μονάδες αυτές θα χρειαστούν 780 περίπου τόνοι πρώτης ύλης ανά εργοστάσιο το μήνα. Δηλαδή 101.400 τόνους πρώτη ύλη το μήνα, για όλες της μονάδες.
Η ύλη αυτή θα προέλθει από καλλιέργειες ενεργειακών φυτών που σκέφτεται η εταιρία να αναπτύξει σε όλη τη χώρα, με έμφαση τους νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Εύβοιας. Συνολικά αναφέρει την καλλιέργεια 600.000-800.000 στρεμμάτων, με τα 80.000 από αυτά στην Αττική. Σχέδιο που το «βλέπουν» στην προοπτική 15ετίας, η εφαρμογή του –λόγω του μεγέθους του- σημαίνει την εισαγωγή «νέας καλλιέργειας» πρακτικά για τις περιοχές αυτές.
Για να καταλάβετε το μέγεθος των 800.000 στρεμμάτων, η έκταση αυτή (σύμφωνα με τα στοιχεία της «Στατιστικής Επετηρίδας 2007» από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.):
  • Είναι λίγο μεγαλύτερη από την έκταση του Νομού Σάμου, δηλαδή τα νησιά Σάμος, Ικαρία και Φούρνοι μαζί
  • Είναι το 20% των συνολικών εκτάσεων που καλλιεργούνται στους 4 νομούς: Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας και Φθιώτιδας
Αλλά και τα 80.000 στρέμματα που «αναλογούν» στην Αττική είναι πάρα πολλά: το 14% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Νομού!


Εξαιρετικά φιλόδοξα παρουσιάζονται και οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσει η επένδυση. Συνολικά προβλέπει:
  • 300 νέες θέσεις εργασίας στην κατασκευή των σχετικών έργων
  • 420 νέες θέσεις εργασίας για τη λειτουργία των μονάδων
  • 800 νέες θέσεις εργασίας στις ενεργειακές καλλιέργειες
Εκτιμάται επομένως η συνολική δημιουργία 1.220 νέων σταθερών θέσεων εργασίας από την επένδυση: 3,2 θέσεις εργασίας ανά MW και 1 θέση εργασίας ανά 1.000 στρέμματα καλλιεργειών, αριθμός που κρίνεται υπερβολικός.
Οι συγκεκριμένες επενδύσεις δεν είναι «έντασης εργασίας», ελέγχονται –σε μεγάλο μέρος τους- αυτοματοποιημένα από κεντρικό σύστημα, ενώ και οι καλλιέργειες δεν έχουν πολλές απαιτήσεις. Οι πραγματικές θέσεις εργασίας εκτιμάται ότι θα είναι λιγότερες από το 1/3 των προσδοκώμενων από τον επενδυτή και θα αφορούν ανειδίκευτη εργασία χαμηλά αμειβόμενη.
Η στρατηγική του επενδυτή διαρθρώνεται σε διετές πλάνο, ξεκινώντας με την ανάπτυξη 36 μονάδων στα όρια του Νομού Αττικής. Ο συνολικός προϋπολογισμός προβλέπει τη δέσμευση 135.000.000 ευρώ, με ορίζοντα υλοποίησης μόλις τους επόμενους 14 μήνες!


Βεβαιότητά μας είναι ότι οι εξαγγελίες για το συνολικό έργο είναι εξαιρετικά φιλόδοξες, προβλέπουν την συνολική παραγωγή ενέργειας ισχύος 130 MW, την επένδυση 151.000.000 ευρώ, τη δημιουργία 1.520 νέων θέσεων εργασίας (οι 1.220 από αυτές σταθερές) και την δημιουργία τεράστιων εκτάσεων καλλιέργειας ενεργειακών φυτών.
Και όλη αυτή την πρόταση την προωθούν χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωσή της, χωρίς ένα Επιχειρηματικό Σχέδιο, που θα υποστήριζε:
  • Τη δυνατότητα υλοποίησής της από τεχνικής άποψης
  • Τις συγκρούσεις που δημιουργεί με τις άλλες χρήσεις γης και τις τοπικές κοινωνίες
  • Τις συνολικές επιπτώσεις στην οικονομία και το περιβάλλον
  • Την αξιοπιστία και την εμπειρία του φορέα της επένδυσης
  • Την ικανότητα του συνολικού δικτύου παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής ενέργειας να γίνει αποδέκτης της παραγόμενης ενέργειας
  • Τις διαδικασίες και τα αναλυτικά στάδια της υλοποίησής της
  • Το συνολικό κόστος και τα συνολικά οφέλη
  • Τη δέσμευσή του για τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσει
  • Οτιδήποτε άλλο θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του και την εύρυθμη λειτουργία του έργου στο υπάρχων περιβάλλον, φυσικό, ανθρωπογενές και οικονομικό


Επομένως, θεωρείται προκλητική «παράλειψη» η προσπάθεια προώθησή της επένδυσης «μεμονωμένα», κατά περιοχή και έργο 1 MW, μέσα από διαδικασίες και πρόσωπα της Περιφέρειας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, παραβλέποντας τις συνολικές επιπτώσεις και την υποχρέωση για ένα γενικό πλαίσιο της επένδυσης, που όφειλε να απαιτήσει η κεντρική διοίκηση και ήταν αναγκαίο να αναζητήσουν οι τοπικές αρχές!
Ειδικότερα, για την περίπτωση του Μαρκόπουλου, φαίνεται ότι στην περιοχή χωροθετούνται 6 μονάδες παραγωγής ενέργειας 1 MW η καθεμία από αυτές, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για 1 μονάδα παραγωγής ενέργειας 6 MW.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την άμεση γειτνίαση των μονάδων αυτών, που εξασφαλίζουν ένα ενιαίο σύστημα λειτουργίας τους, όπως αναφέρθηκε ήδη και στην προηγούμενη ενότητα.
Το δεδομένο αυτό παραδέχεται και ο ίδιος ο φορέας της επένδυσης, στο σχετικό φυλλάδιο που έκαναν γνωστό διανέμοντάς το στην κοινωνία του Μαρκόπουλου, με τίτλο “Project Μονάδων Αττικής”.
Συγκεκριμένα στη σελίδα 25 του εντύπου (Φωτογραφία Φ8), σημειώνονται με σαφήνεια οι λόγοι:
  • «1. Η πιο ευνοϊκή τιμολόγηση των μικρότερων μονάδων. Στις μονάδες του 1 MW τιμολογείται η παραγόμενη ενέργεια κατά 200 ευρώ ανά MWh, δηλαδή κατά 25 ευρώ περισσότερο από τις άνω του 1 MW μονάδες που τιμολογούν την παραγόμενη ενέργεια με 175 ευρώ την MWh»: Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, παραδέχονται ότι θέλουν να «εξαπατήσουν» τη Δημόσια ΔΕΗ πουλώντας της το ρεύμα κατά 14,3% ακριβότερα! Σημειώνεται ότι τη ΔΕΗ τη συντηρεί ο απλός πολίτης μέσω των λογαριασμών που πληρώνει.
  • «2. Οι μικρότερες μονάδες 1 MW υλοποιούνται πιο εύκολα, αφού απαιτείται χαμηλότερο αρχικό κεφάλαιο…» Δεν ισχύει. Οι «οικονομίες κλίμακας» είναι αυτές που επιτυγχάνουν την εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, σε βάρος άλλων πόρων συνήθως, όπως είναι η εργασία και το περιβάλλον. Για το λόγο αυτό και συνήθως προτιμούνται στις μεγάλες επενδύσεις από τους επιχειρηματίες.
  • «3. Η διασπορά του επιχειρηματικού κινδύνου…». Ούτε αυτό ισχύει εφόσον όλες οι μονάδες παράγουν το ίδιο προϊόν με την ίδια πρώτη ύλη, για τον ίδιο πελάτη που προς το παρόν αγοράζει σε υπερτιμημένες τιμές το προϊόν τους.
  • «4. Στην τυποποίηση των έργων …» Άλλο η τυποποίηση της διαδικασίας και άλλο το συνολικό επιχειρηματικό σχέδιο. Πρόκειται ξεκάθαρα για μία διασυνδεδεμένη παραγωγική δραστηριότητα, με ξεχωριστές εσωτερικές διαδικασίες!
  • «5. Πιο εύκολες αδειοδοτικές διαδικασίες». Πρακτικά, μία μονάδα 1 MW θεωρείται «μικρής όχλησης», χωροθετείται πιο εύκολα, χρειάζεται απλούστερη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν της ζητείται αδειοδότηση από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Αδειοδότηση, η οποία απαιτεί και Άδεια Παραγωγής, όπου παρουσιάζεται ένα ξεκάθαρο Επιχειρηματικό Σχέδιο, για την υλοποίηση του οποίου και δεσμεύεται ο επενδυτής. Σε αυτό αποδεικνύεται η αξιοπιστία του φορέα επένδυσης, η βιωσιμότητά της, η προέλευση των πρώτων υλών, οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσει, οι σχέσεις της με το ανθρωπογενές και το φυσικό περιβάλλον που θα ενταχτεί. Παράλληλα, θα ξεκινήσουν και οι διαδικασίες συνεχούς ελέγχου του έργου από τη ΡΑΕ –κατά τη λειτουργία του- και η αυστηρότερη παρακολούθηση των όρων σύμφωνα με τους οποίου και θα αδειοδοτηθεί.


Την ίδια στιγμή, παρουσιάζεται ελλιπέστατα το γεγονός ότι πρόκειται για δραστηριότητες συμπαραγωγής ενέργειας, καθώς το τελικό προϊόν είναι ηλεκτρική και θερμική ενέργεια. Η ηλεκτρική ενέργεια φαίνεται να διοχετεύεται προς το δίκτυο της ΔΕΗ, ενώ για τη θερμική μόνο γενικόλογες αναφορές γίνονται, χωρίς να εντάσσονται σε ένα γενικότερο συγκεκριμένο πλάνο αξιοποίησής της.
Φωτογραφία Φ8


Συμπερασματικά, αξιολογούμε στις συγκεκριμένες προτάσεις για τη δημιουργία μονάδων παραγωγής ενέργειας από βιοαέριο θα πρέπει να τοποθετηθούμε αρνητικά, ως προς την αναπτυξιακή προοπτική των έργων, καθώς:
  • Η συνολική επένδυση είναι ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους και δεν θα παράγει ενέργεια με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον (μεγάλη απόσταση πρώτης ύλης – μονάδων παραγωγής, χωρίς την σχετική έρευνα για την παραγωγή και τις επιπτώσεις και συνολικό αναπτυξιακό σχέδιο, αλλαγή χρήσης σημαντικών εκτάσεων γης, αξιοπιστία φορέα, κ.α.)
  • Ο σχεδιασμός –με δεδομένη την κλίμακα των έργων- είναι ανύπαρκτος
  • Η χρέωση της ΔΕΗ είναι αυξημένη, σε σχέση με την πραγματική χρέωση που θα όφειλε να πληρώνει για την προμήθεια του ρεύματος
  • Είναι αβέβαιη η διαθεσιμότητα της πρώτης ύλης
  • Δεν αξιολογείται η παραγωγή της θερμικής ενέργειας και η αξιοποίησή της (που θα έκανε οικολογικότερη την παραγωγή της ενέργειας από αυτή την πηγή).
  • Αγνοούνται οι πολυεπίπεδες και ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις της συνολικής επένδυσης στο φυσικό, ανθρωπογενές και οικονομικό περιβάλλον
  • Σημαντικά τα ερωτήματα που δημιουργούνται σχετικά με την αξιοπιστία του φορέα της επένδυσης, την εμπειρία του, την οικονομική του δυνατότητα για υποστήριξη των χρηματικών απαιτήσεων και την τεχνολογία που θα ακολουθήσει
Σύμφωνα με τα παραπάνω, θεωρούμε αρνητική την προοπτική και της εγκατάστασης των 6 μονάδων στο Μαρκόπουλων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μονάδα 6 MW, που θα δημιουργήσει –εφόσον λειτουργήσει ποτέ- , επικίνδυνες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και δραματικές αλλαγές στο τοπίο, σημαντικές οχλήσεις, χωρίς να δημιουργήσει το παραμικρό πλεονέκτημα για την περιοχή και τους κατοίκους της.




Αλλαγές στην αγροτική γη, την αγροτική παραγωγή, το περιβάλλον και το τοπίο


του Λευτέρη Κατσουλάκου
Γεωπόνου - Μελετητή


Γενικά για τις ενεργειακές καλλιέργειες

Σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει ανάγκη για ισόρροπη χρήση και μείωση της κατανάλωσης ρυπογόνων, μη ανανεώσιμων καυσίμων και τα βιοκαύσιμα παρουσιάζονται σαν ένα από τα όπλα για την μείωση αυτή αφού και ανανεώσιμα, φαίνονται και οι εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου των βιοκαυσίμων είναι λιγότερες κατά μέσον όρο 35-50%, σε σχέση με τα συμβατικά καύσιμα. Για να έχουν όμως πραγματικά τα πλεονεκτήματα αυτά θα πρέπει να εξασφαλιστεί και να αποδειχτεί η αειφορική παραγωγή και χρήση των βιοκαυσίμων και τα εναλλακτικά τους οφέλη.
Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τις σχετικές διακηρύξεις, λόγω των υψηλών τιμών του πετρελαίου, της επιθυμίας να μειωθεί η εξάρτηση διαφόρων χωρών από το πετρέλαιο και της εκστρατείας μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου, η παγκόσμια ζήτηση και η παραγωγή βιοκαυσίμων έχει αυξηθεί. Η αυξανόμενη ζήτηση και οι επακόλουθες πιέσεις, δίνουν κίνητρα και αμβλύνουν τις αντιστάσεις για την αλλαγή, ήπιων παραδοσιακών καλλιεργειών και σημαντικών φυσικών οικοτόπων σε γεωργικές εκτάσεις εντατικής παραγωγής βιοκαυσίμων. Οι οικολογικοί κίνδυνοι, που παρουσιάζονται, είναι μεγάλοι και αφορούν ακόμα και το κύριο πρόβλημα στο οποίο η παραγωγή βιοκαυσίμων, προσπαθεί να απαντήσει.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, από τον όλο κύκλο παραγωγής, μεταφοράς, χρήσης των «καλλιεργούμενων βιοκαυσίμων», σε πολλές περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από εκείνες των συμβατικών καυσίμων, αν συνυπολογιστούν οι εκπομπές που προέρχονται από τις αλλαγές στις χρήσεις γης, την μεταφορά των πρώτων υλών και την αποδιάρθρωση των τοπικών κοινωνιών που παραδοσιακά ζουν εκεί και προστατεύουν τα περιβάλλοντα αυτά. Θα πρέπει επίσης να μελετηθεί επαρκώς η ανάγκη για χρήση των λιπάνσεων, νερού και ενέργειας στις ξηροθερμικές συνθήκες της Μεσογείου και ακόμη περισσότερο της χώρας μας, δηλαδή να αποδειχτεί, σε πιο βαθμό και σε ποιες συνθήκες, η ανάγκη για μεγαλύτερες αποδόσεις, θα απαιτούν ή όχι, δυσανάλογο οικολογικό κόστος σε σχέση με τα οφέλη.
Στο ισοζύγιο αυτό θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το υποξείδιο του αζώτου (N2O) που εκλύεται στην ατμόσφαιρα σαν συνέπεια των αζωτούχων λιπάνσεων, είναι μέχρι και 300 φορές πιο επιβαρυντικό, για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σε σχέση με ισόποση μάζα διοξειδίου του άνθρακα και επιπλέον, συμβάλλει στην καταστροφή της οζονόσφαιρας. Πρέπει να σημειωθεί, ότι όσον αφορά στην μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, άλλες, πολιτικού χαρακτήρα αποφάσεις (π.χ. μέτρα για την αύξηση των σιδηροδρομικών μεταφορών και της χρήσης ποδηλάτων, σε βάρος των οδικών μεταφορών) μπορούν άμεσα να επιφέρουν μεγαλύτερη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, σε σχέση με την αμφιλεγόμενη (ακόμη τουλάχιστον) πράσινη «φούσκα».
Πέρα από το οικολογικό ισοζύγιο, η αύξηση της παραγωγής βιοκαυσίμων, επιπλέον, μειώνει τις εκτάσεις και τους φυσικούς πόρους, για την παραγωγή τροφίμων, πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές των παραγόμενων τροφίμων και αυξάνοντας την εξάρτηση των τοπικών πληθυσμών από το ολιγοπώλιο, των πολυεθνικών των τροφίμων. Μέχρι σήμερα, η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών είναι ευθέως ανταγωνιστική προς την καλλιέργεια τροφίμων και έτσι δημιουργεί το ερώτημα «τροφή ή καύσιμα» που προκαλεί σήμερα μεγάλη «επιστημονικο-οικονομικο-πολιτική» συζήτηση σε διεθνές επίπεδο χωρίς ακόμη επαρκείς απαντήσεις. Το επιπλέον ερώτημα, που θα πρέπει να απαντήσουμε, σαν πολίτες αυτής της χώρας, είναι το εάν η Ελλάδα, με διαρκώς αυξανόμενη πείνα και το έλλειμμα (εισαγωγών προς εξαγωγές) αγροτικών προϊόντων, 1.956.662.429 ευρώ το 2011, (σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής), έχει συγκριτικά οφέλη από την προώθηση των ενεργειακών καλλιεργειών και μάλιστα, ανταγωνιστικά στην προσπάθεια για παραγωγή, ποιοτικών αλλά και φτηνών, τροφίμων.
Ακόμη και αν τελικά εξασφαλιστούν οι όροι ώστε η παραγωγή βιοκαυσίμων να αποτελεί μέρος της σταδιακής βελτίωσης των ενδεχόμενων επιπτώσεων, της ανθρωπογενούς συνιστώσας, του φαινομένου του θερμοκηπίου και να προσφέρει μακροχρόνια οφέλη στην γη και τους κατοίκους της, θα πρέπει ταυτόχρονα να εξεταστεί εάν από την στροφή στις ενεργειακές καλλιέργειες, επηρεάζεται η διαθεσιμότητα τροφίμων για τους πεινασμένους. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε, ότι την ίδια στιγμή, στην ίδια αυτή γη (με το αυξημένα οικολογικά προβλήματα) ένα παιδί πεθαίνει από την πείνα κάθε 5 δευτερόλεπτα.
Σήμερα, η ποσότητα αλλά και οι δυνατότητες παραγωγής, των τροφίμων, παγκοσμίως, είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, αλλά η ακραία άδικη κατανομή, μεγαλώνει με την εκτεταμένη δέσμευση εκτάσεων για παραγωγή καλλιεργειών για βιοκαύσιμα. Αλλά για αυτά θα πάρουμε απάντηση (από τους ίδιους φορείς προώθησης των βιοκαυσίμων), υπάρχουν τα «μεταλλαγμένα τρόφιμα» που ευαγγελίζονται νέες λύσεις σε βάρος της υγείας των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Οικολογία χωρίς ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές είναι μισή απάντηση στα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Το επιθυμητό, κατά την γνώμη μας, είναι η όσο το δυνατόν πλατύτερη, αλλά και βαθύτερη γνώση της κοινωνίας και η πίεση για ένταση των προσπαθειών, για ανάπτυξη μεθόδων, κοινωνικά δίκαιων, οικολογικά ορθών και οικονομικά βιώσιμων, της χρήσης, σε μικρή τοπική κλίμακα, βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς. Τα βιοκαύσιμα αυτά προέρχονται κυρίως από υπολείμματα καλλιεργειών, αποβλήτων και οργανικών υλικών που απομένουν από άλλες χρήσεις και δεν μπορούν χρησιμοποιηθούν ή περισσεύουν, για άλλες σημαντικές χρήσεις (π.χ. βελτίωση του εδάφους).
Έτσι για παράδειγμα, αντί κάποιοι να κερδοσκοπούν, επιδοτούμενοι, οι συνεταιριστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις που παράγουν και προσπαθούν με κόστος να τα ξεφορτωθούν, περισσευούμενα οργανικά απόβλητα, θα μπορούν να συνδυάζουν την παραγωγή τροφίμων, καύσιμων και επιπλέον ηλεκτρικής ενέργειας, για δική τους χρήση ή και για πώληση.
Συμπερασματικά η χρήση των βιοκαυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά η παραγωγή αυτή, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων διαδικασιών fasttruck και μεθοδεύσεων της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στο κυνήγι του κέρδους, απαιτεί εθνικό σχέδιο, μικρή τοπική κλίμακα, κοινωνική ευαισθησία και δικαιοσύνη, εθνική έρευνα, τοπικές πηγές πρώτων υλών, αειφόρο περιβαλλοντικό σχεδιασμό, πολύπλευρη ενημέρωση, ευρύτερες τοπικές συμφωνίες και συναινέσεις, αδιάβλητες και όχι κατά παραγγελιά, μελέτες, σχεδιασμό και έλεγχο.

Ειδικότερα για την περιοχή μας

Στην περιοχή μας οι «επενδυτές», σχεδιάζουν την κατασκευή έξι εργοστασίων, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τα καύσιμα (πρώτη ύλη), ούτε σε επίπεδο προσυνεννόησης, για την λειτουργία τους. Διαφημίζουν επενδύσεις και ζητάνε λεφτά για «μετοχές της εταιρίας» όταν σύμφωνα με την διεθνή πρακτική («Βέλτιστες πρακτικές στην επιλογή ενεργειακών καλλιεργειών για τα Ελληνικά δεδομένα», Ευθυμία Αλεξοπούλου, Γεωπόνος, Τμήμα Βιομάζας ΚΑΠΕ) η εξασφάλιση, επαρκών ποσοτήτων, διαφόρων ειδών καυσίμου στη διάρκεια του χρόνου, για να περιοριστεί η πιθανότητα ελλείψεων σε πρώτη ύλη, αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα μιας μονάδας ενεργειακής μετατροπής βιομάζας.
Επιπλέον για μια οικονομικά συμφέρουσα και οικολογικά αειφορική γεωργική παραγωγή, τόσο η επιλογή του κατάλληλου είδους αλλά και του τρόπου καλλιέργειας των ενεργειακών φυτών πρέπει να υποστηρίζεται από πολύχρονη έρευνα για την επιλογή ειδών και ποικιλιών που είναι καλά προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες (κλίμα, έδαφος), την τοπική διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση των εισροών, τις καλλιεργητικές πρακτικές για την διαχείριση του εδάφους για την βελτίωση και προστασία της ποιότητας του και για την βελτίωση τόσο της παραγωγής όσο και του οικοσυστήματος.
Η μονοκαλλιέργεια (το σχέδιο προτείνει δύο βασικά είδη φυτών για 300.000 στρέμματα) πολλαπλασιάζει τους κίνδυνους απώλειας της συγκομιδής, μειώνει την βιοποικιλότητα, δεν εξασφαλίζει την ορθολογική χρήση του ανθρώπινου δυναμικού και των μηχανημάτων στη διάρκεια του έτους, δεν εξασφαλίζει σταθερή παροχή πρώτης ύλης, με σταθερά ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθόλη την διάρκεια του χρόνου λειτουργίας και αυξάνει τους οικονομικούς κίνδυνους από πιθανές μεγάλες διακυμάνσεις τιμών.
Υπάρχει λοιπόν, κάτι που δεν μας λένε; Αν δεν υπάρχει αυτό το «το κρυφό χαρτί» τα εργοστάσια αυτά για να λειτουργήσουν έχουν δύο δρόμους:
α) θα προσφέρουν ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές, (για πόσο διάστημα;) για την παραγωγή βιοκαυσίμων και θα μετατρέψουν μεγάλες εκτάσεις της περιοχής, από εύφορα καλλιεργήσιμα εδάφη ξεριζώνοντας αμπέλια και ελιές, χαρακτηριστικά του τοπίου μας και απαραίτητα για την ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα της αγροτικής παραγωγής, σε ενεργειακές καλλιέργειες βιομάζας, με επικίνδυνες άμεσες και άγνωστες αλλά σκοτεινές μακροχρόνιες συνέπειες.
β) η πρώτη ύλη για την λειτουργία των εργοστασίων θα παράγεται, μακριά ή θα εισάγεται και για τη μεταφορά στο Μαρκόπουλο θα καταναλώνονται κάθε μέρα ορυκτά καύσιμα μολύνοντας, πολλαπλά και δυσανάλογα, εκτός των άλλων, επιπλέον και την περιοχή μας. Τα οικολογικό πλεονέκτημα της καύσης βιομάζας, υπάρχει μόνο όταν η βιομάζα αυτή αναπτύσσεται στην περιοχή που χρησιμοποιείται σαν καύσιμο, αλλιώς, αλλού χαρίζει οξυγόνο και αλλού αφήνει κάρβουνο. Ενδεικτικά, μόνο για τις μεταφορές, για 156.000 tn (που γράφει η μελέτη, 56.000 σύμφωνα με προφορική δήλωση των επενδυτών) και για φορτηγά 10 tn θα κινούνται ανά ημέρα στους δρόμους μας 42 επιπλέον φορτηγά). Επιπλέον το σχέδιο αυτό θα κάνει σε πολύ μικρό διάστημα την επιχείρηση οικονομικά μη βιώσιμη. Τι μας νοιάζει θα ρωτήσετε; Η οικονομική δυσκολία θα δώσει πιθανά το πρόσχημα για τη αλλαγή καυσίμου υλικού από τους νυν ή τους μελλοντικούς επενδυτές.
Επιπλέον η περιβαλλοντική μελέτη, ακόμη και σε ότι αφορά στις τυπικές προϋποθέσεις:
  1. Βασίζεται σε παρερμηνεία της νομοθεσίας που αφορά την ποιότητα του αέρα (ΠΥΣ 34/30.5.2002, ΦΕΚ 125Α/5-6-2002). Πιο συγκεκριμένα στη μελέτη αναφέρεται ότι δεν ξεπερνιούνται τα θεσμοθετημένα όρια για τους αέριους και σωματιδιακούς ρύπους. Παρόλα αυτά, τα όρια τα οποία θεσπίζονται για την προστασία της ανθρώπινης υγείας δεν αναφέρονται σε κάθε μία δραστηριότητα ξεχωριστά αλλά αφορούν τα συνολικά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Αν π.χ. προσθέσουμε τα τρέχοντα επίπεδα CO και την εκτιμώμενη σύμφωνα με την ΜΠΕ επιβάρυνση από τις μελλοντικές δραστηριότητες (σύμφωνα με την Περιφέρεια 270 mgr/mc με ανώτατο θεσμοθετημένο όριο τα 270,06 mgr/mc) βλέπουμε ότι παραβιάζονται τα θεσμοθετημένα όρια για αυτόν τον ρύπο.
  2. Μιλάει για την σημαντική μόλυνση, πολύ πάνω από κάθε όριο, στα 40 m πάνω από την πόλη μας αγνοώντας ότι περίπου τόσα μέτρα είναι η υψομετρική διαφορά της κεντρικής πλατείας από τον τόπο εγκατάστασης των μονάδων.
  3. Η ΜΠΕ έχει σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων των προγραμματιζόμενων δραστηριοτήτων στην ποιότητα του αέρα. Η μεθοδολογία η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των επιπτώσεων στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον είναι ακατάλληλη, ανεπαρκής, και δεν τεκμηριώνεται επαρκώς. Οι υπολογισμοί αφορούν μόνο ένα τεχνητό μετεωρολογικό, σενάριο «μέσων όρων», που αντιπροσωπεύει ένα μικρό μέρος των μετεωρολογικών καταστάσεων οι οποίες καταγράφονται κατά την διάρκεια του έτους. Με τον τρόπο αυτό δεν είναι δυνατόν π.χ. να ελεγχθούν οι υπερβάσεις των οριακών τιμών που ορίζει ο νόμος, αλλά ούτε και η γεωγραφική κατανομή της ρύπανσης.
  4. Για ένα τόσο σοβαρό θέμα, που θα επιβαρύνει ενδεχόμενα την υγεία και την ποιότητα ζωής είναι προαπαιτούμενο να υπάρχει πλήρης αμερόληπτη ενημέρωση για τα θετικά και αρνητικά και κοινωνική συναίνεση για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε έργου.
Περιβαλλοντικά, για το «χωριό μας», είτε με αυτό το καύσιμο είτε με το «άλλο» ,το έργο προσθέτει, στα τεράστια υπάρχοντα προβλήματα (αποχέτευση, λατομείο, ιππόδρομος, αεροδρόμιο, άναρχη δόμηση, Αττική Οδός, ΔΕΗ - Λαύριο, ΚΕΛ Μερέντας, σειρά άλλων βιομηχανιών, ελέγχου, έλλειψη υποδομών ποιότητας ζωής π.χ. πεζοδρόμια, παιδικές χαρές, επαρκής συγκοινωνία κλπ) επιπλέον πάνω από κάθε όριο, περιβαλλοντική επιβάρυνση, από την λειτουργία των εργοστάσιων και την μεταφορά των πρώτων υλών. Για την περιοχή μας όμως, χωρίς υγιές περιβάλλον και τοπίο δεν θα υπάρχει ούτε τουρισμός, ούτε νερό, ούτε τροφή, ούτε βιοποικιλότητα, ούτε υγεία, ούτε παράδοση, ούτε ζωή (για να δανειστώ τα λόγια ενός καλού συναδέλφου σχετικά με τις «Σκουριές»).
Καταληκτικά υποστηρίζουμε λοιπόν ότι η δραστηριότητα αυτή, για την περιοχή μας, εκτός της διάτρητης περιβαλλοντικής της μελέτης, δεν είναι αναπτυξιακή, δεν αποδεικνύει πουθενά την βιωσιμότητα της (και έτσι γίνεται ύποπτη) και δεν είναι αειφορική διότι υποβαθμίζει σημαντικά το περιβάλλον, ανατινάζει το τοπίο (με την πίεση για εκτεταμένη αλλαγή καλλιεργειών) και αλλάζει τον χαρακτήρα της περιοχής, δεν προσφέρει τίποτα αντισταθμιστικά στο τόπο εγκατάστασης. Η «γειτονιά μας» διαθέτει αξιόλογο φυσικό περιβάλλον καθώς και περιθώρια σημαντικά ανάπτυξης ήπιου ποιοτικού αγροτικού, αγροτουριστικού και του τουριστικού τομέα. Η μέχρι τώρα, έστω και στρεβλή, ανάπτυξη της περιοχής μας στηρίζεται στο τοπίο, το περιβάλλον, την αγροτική παραγωγή και μεταποίηση και αυτά αποτελούν τα κύρια συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. 




"Πράσινη Ανάπτυξη": Η περίπτωση του Μαρκόπουλου


του Σταμάτη Αρναούτη
Μηχανολόγου - Μηχανικού

Τα τελευταία χρόνια, μαζί με τα μνημόνια, μας ήρθε και η “πράσινη ανάπτυξη” που βασίζεται στην εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Στο πλαίσιο αυτό, η Γαιοδυναμική Άρτεμις Εννέα ΕΠΕ και ο Ηλίας Κουλουκάκος έχουν κάνει αίτηση για την δημιουργία συνολικά έξι μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αεριοποίηση βιομάζας, στον ΒΙΠΑ Μαρκόπουλου. Κάθε μονάδα θα είναι εγκατεστημένης ισχύος 1 MW. Φορέας υλοποίησης αυτών των μονάδων είναι η D+OS Energy σε συνεργασία με την αγγλική εταιρεία Berman Bes, ενώ οι δύο παραπάνω αναφερόμενοι έχουν το ρόλο των επενδυτικών φορέων ειδικού σκοπού (SPV).

Όπως αναφέρεται μέσα στην ιστοσελίδα της D+OS Energy, στόχος είναι, οι επενδυτικοί φορείς να καλύψουν το 38% των κεφαλαίων που απαιτούνται για την εγκατάσταση της μονάδας. Στην προσπάθεια της λοιπόν να βρει τα κεφάλαια που χρειάζεται για την κατασκευή τους, ψάχνει επενδυτές, υποσχόμενη αποδόσεις κοντά στο 65%. Όλα αυτά βέβαια, χωρίς καμία δέσμευση από την εταιρεία, καθώς δεν απαιτείται από τη μεριά της κατάθεση μελέτης σκοπιμότητας και επιχειρηματικού σχεδίου, λόγω του ότι δεν χρειάζεται άδεια παραγωγής από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), γιατί όπως είπαμε και παραπάνω, κάθε μονάδα θα είναι 1 MW.

Η εταιρεία δεν έχει εξασφαλίσει ακόμα κάποια αδειοδότηση για κάποια μονάδα (έχει υποβάλλει συνολικά αιτήσεις για 12 ίδιες μονάδες στην Αττική) για τις οποίες δεν χρειάζεται, αλλά ούτε και μπορεί, να κριθεί αν έχει την επιστημονική και τεχνική επάρκεια, καθώς και την οικονομική δυνατότητα να τις κατασκευάσει. Προσπαθεί λοιπόν να πουλήσει κάτι που δεν υπάρχει, αλλά ούτε είναι και σίγουρο ότι θα υπάρξει. Σε αυτή την προσπάθεια που κάνει, έχει σύμμαχο και την κυβέρνηση, η οποία λόγω της δέσμευσης που έχει από την κοινοτική οδηγία “20-20-20” (20% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, 20% της συνολικής παραγωγής ενέργειας να προέρχεται από ΑΠΕ και όλα αυτά μέχρι το 2020), έχει θέσει προνομιακές τιμές εξαγοράς, από την ΔΕΗ, της ενέργειας που παράγεται από ιδιωτικές μονάδες ΑΠΕ. Όλο αυτό βέβαια καταλήγει στην οικονομική επιβάρυνση όλων μας.

Στο σημείο αυτό, τίθενται κάποια ερωτήματα, που ίσως πρέπει να απευθυνθούν προς τους υπεύθυνους, για να λάβουν απαντήσεις, αλλά και σε όσους θέλουν να επενδύσουν σε τέτοια έργα, σαν τροφή για σκέψη. Όπως είπαμε παραπάνω, η εταιρεία δεν έχει καταφέρει να πάρει αδειοδότηση για κάποια από τις μονάδες για τις οποίες έχει υποβάλλει αίτηση. Δεν θα έπρεπε, με κάποιο τρόπο, οι υποψήφιοι επενδυτές, για τα μερίδια που μοιράζει η εταιρεία, να προστατεύονται, όσο αυτό είναι δυνατόν, από την περίπτωση να μην γίνει τελικά τίποτα και να χάσουν τα λεφτά τους; Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που πολλά ακούγονται για “κούρεμα” καταθέσεων στις τράπεζες, οπότε τέτοιες “επενδυτικές” ευκαιρίες φαντάζουν ιδιαίτερα ελκυστικές στα μάτια όσων έχουν ακόμη κάποια χρήματα στην άκρη και δεν θέλουν να τα χαρίσουν στους τραπεζίτες. Δεν θα έπρεπε λοιπόν, μια εταιρεία, που ζητάει από κάποιους να επενδύσουν τα χρήματά τους, να ελέγχεται, με βάση τα κριτήρια που απαιτούνται να εκπληρώνει για να πάρει άδεια παραγωγής, ανεξάρτητα του μεγέθους ισχύος της μονάδας; Πιστεύω ότι ένας, τέτοιου είδους, έλεγχος θα έδινε τα εχέγγυα και θα περιόριζε τις πιθανότητες να χάσει ο κόσμος τα χρήματά του, γιατί τουλάχιστον θα ήταν πιστοποιημένο, ότι η εταιρεία έχει την επιστημονική και τεχνική επάρκεια αλλά και την οικονομική δυνατότητα για την κατασκευή και λειτουργία του έργου.

Από την άλλη, όταν μια εταιρεία ζητάει αδειοδότηση για ένα έργο το οποίο θα έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον (έστω και αμελητέες, όπως ισχυρίζεται) και θέλει τη συναίνεση της τοπικής κοινωνίας, πως μπορεί αυτή η κοινωνία να είναι σίγουρη για τις προθέσεις της εταιρείας, όταν δεν υπάρχει ο στοιχειώδης έλεγχος, όπως περιγράφηκε παραπάνω; Πώς μπορεί να ξέρει, η κοινωνία, ότι η εταιρεία δεν θα παραχωρήσει αύριο την άδεια σε κάποιον “Μπόμπολα” που ενδεχόμενα θα μετατρέψει την περιοχή σε “Σκουριές”;

Η κυβέρνηση, στο όνομα της ανάπτυξης – πράσινης, αλλά όχι μόνο – και των επενδύσεων, έχει αφήσει ακάλυπτους τους μικροεπενδυτές και τις τοπικές κοινωνίες (θέλω να πιστεύω ότι δεν έγινε σκόπιμα, αν και δυσκολεύομαι), στις ορέξεις κάθε είδους μεγαλοεπενδυτή, ο οποίος μπορεί να αλωνίζει χωρίς κανένα έλεγχο, καλυπτόμενος μάλιστα πίσω από μια εικονική “πλαστή” νομιμότητα. Σίγουρα υπάρχει κενό νόμου, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί, το συντομότερο, για να μη βρεθούμε, σαν κοινωνία, μπροστά σε νέα Κερατέα ή Χαλκιδική, αλλά και να προστατευτούν, ειδικά σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, όσοι επενδύσουν τα χρήματά τους σε τέτοιες προσπάθειες.

Ένας άλλος τομέας είναι η προμήθεια βιομάζας, από ξύλο, όπως τουλάχιστον διατείνεται η εταιρεία, για την λειτουργία των μονάδων. Αντιγράφω από την ιστοσελίδα της D+OS Energy: “Η ξυλεία είναι ένα προϊόν ελλειμματικό εδώ και δεκαετίες στη διεθνή αγορά. Τα αποθέματα μειώνονται ενώ η ζήτηση αυξάνει. Συνέπεια αυτού, είναι η σταθερά ανοδική απόδοση, όσων επένδυσαν στο ξύλο και τα υποπροϊόντα του. Μια άνοδος που αναμένεται να συνεχιστεί, όσο η ζήτηση και η προσφορά παραμένουν σε αντίθετη πορεία.” Σε άλλο σημείο αναφέρει: “Η D+OS Energy και η forestry fund ΕΠΕ, παρέχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στο συγκεκριμένο προϊόν (βιομάζα), σε όσους επενδυτές επιθυμούν μια σίγουρη και σταθερή επένδυση πλησίον του 20%.” Από τα παραπάνω είναι νομίζω προφανές ότι το ενδιαφέρον της εταιρείας είναι το χρηματιστηριακό προϊόν. Το σύστημα που έχει “στήσει” θυμίζει έντονα πυραμίδα. Η ιστοσελίδα και τα έντυπα της, λειτουργώντας σαν παπαγαλάκια, διαφημίζουν ένα προϊόν άυλο – καμία καλλιέργεια δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα, αλλά ούτε και δέσμευση καλλιεργήσιμης έκτασης έχει γίνει – με σκοπό την προσέλκυση επενδυτών που θέλουν ιδιαίτερα ελκυστικές αποδόσεις. Από εκεί και πέρα όμως, όπως και στην περίπτωση της ενεργειακής μονάδας, καμία δέσμευση για την υλοποίηση του σχεδίου ή για την συνέχεια του έργου, σε περίπτωση που η ζήτηση και η προσφορά αλλάξουν πορεία.

Πέραν αυτού, πρέπει να δούμε και την εταιρεία με την οποία συνεργάζεται. Η forestry fund είναι ένα παγκόσμιο επενδυτικό κεφάλαιο, με έδρα τις Παρθένες Νήσους, που επενδύει σε εκτάσεις για ενεργειακές καλλιέργειες. Ήδη πολλές φωνές σε όλο τον κόσμο έχουν υψωθεί εναντίον της πρακτικής επέκτασης των “ενεργειακών καλλιεργειών” έναντι των κλασσικών καλλιεργειών. Μια πρακτική που οδηγεί παγκόσμια στην μείωση των παραγόμενων προϊόντων πρωτογενούς τομέα και την αντίστοιχη αύξηση των τιμών τους.

Εδώ στην Ελλάδα η D+OS Energy συνεργάζεται, όπως λέει η ίδια, με το παράρτημα Λουξεμβούργου της forestry fund. Στα σχέδια της εταιρείας είναι να βρουν 300.000 στρέμματα σε πρώτη φάση και 800.000 σε επόμενη, στους νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Εύβοιας και Φθιώτιδας. Θεωρώ ότι η συγκυρία είναι με το μέρος τους. Και αν στην Αττική αποδειχθεί ίσως, πολύ δύσκολο να συγκεντρώσουν μεγάλες εκτάσεις, στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν νομίζω να δυσκολευτούν ιδιαίτερα. Τα στοιχεία λένε ότι τουλάχιστον το 60% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων είναι υποθηκευμένα σε δάνεια που είχαν πάρει οι αγρότες από την ΑΤΕ. Αγροτικά δάνεια, που όμως, μετά την απορρόφηση της ΑΤΕ από την τράπεζα Πειραιώς, μετατράπηκαν σε εμπορικά. Ουσιαστικά όλες αυτές οι εκτάσεις κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να καταλήξουν στην ιδιοκτησία της τράπεζας, η οποία στη συνέχεια θα τις “αξιοποιήσει” για καλλιέργειες ενεργειακών φυτών και φωτοβολταϊκών.

Η περιοχή των Μεσογείων, από την αρχαιότητα, ήταν εύφορη γη γνωστή για τα αμπέλια της και τις ελιές της. Ο συνδυασμός των ορεινών όγκων και της θάλασσας, την έκαναν περιζήτητη, τόσο για το τοπίο της όσο και για το κλίμα της. Στην νεώτερη Ελλάδα, οι αγροτικοί και αμπελουργικοί συνεταιρισμοί της περιοχής είναι από τους πιο παλιούς που υπάρχουν σε όλη την επικράτεια, δείγμα της σπουδαιότητας που είχαν για τους ντόπιους οι καλλιέργειες. Οι νεώτερες γενιές πλέον, έχουν δημιουργήσει πολλά ιδιωτικά οινοποιεία και έχουν σκύψει με ιδιαίτερη επιμονή, υπομονή και αγάπη πάνω από την καλλιέργεια του αμπελιού και την οινοποίηση. Αποτέλεσμα, οι πολλές τιμητικές διακρίσεις και έπαινοι, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για τα κρασιά που παράγουν.

Από την άλλη, η πολιτική ηγεσία, σε συνεργασία με τοπικούς παράγοντες και συμφέροντα, έχει κάνει μεγάλες προσπάθειες, ειδικά από την μεταπολίτευση και δώθε, να αλλάξει εντελώς τον χαρακτήρα της περιοχής. Θα έλεγε κανείς, ότι ειδικά με την γιγάντωση που έχει επέλθει στον αστικό ιστό, από το 1950 και μετά, ο κάμπος των Μεσογείων, είναι, ή καλύτερα πρέπει να είναι, ο πνεύμονας και η ανάσα της Αθήνας. Με την κατάσταση μάλιστα που έχει δημιουργηθεί στην δυτική Αττική, κάτι τέτοιο πρέπει να θεωρείται επιβεβλημένο. Αντί γι αυτό, έχουμε την εγκατάσταση του αεροδρομίου, που είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας ρύπανσης της περιοχής, σε συνδυασμό με τους δύο μεγάλους άξονες, Αττική οδό και λεωφόρο Μαραθώνος, που έχουν αποκόψει τη ροή των νερών από τα βουνά προς τον κάμπο – καθοριστικό παράγοντα για την γονιμότητα της γης – και έχουν προσθέσει στο ευρετήριο των ρύπων, που πλέον ανιχνεύονται στο έδαφος και τον αέρα της περιοχής, ονόματα που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν είχαμε ακούσει ποτέ. Παράλληλα η προσπάθεια να γίνουν στην περιοχή δύο μεγάλες χωματερές – στην Κερατέα και το Γραμματικό – καθώς και εργοστάσια καύσης απορριμμάτων, έχουν ξεσηκώσει κύμα αντιδράσεων από τους κατοίκους της περιοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν στο σημείο των βίαιων συγκρούσεων. Η δυσπιστία που υπάρχει πλέον, όχι μόνο προς την κεντρική εξουσία, αλλά πολλές φορές και για τις επιδιώξεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, φθάνει στα όρια του παραλογισμού και ίσως όχι άδικα. Οι κάτοικοι αγαπούν τον τόπο τους και βλέπουν καθημερινά το περιβάλλον και το επίπεδο διαβίωσής τους να υποβαθμίζεται.

Μετά λοιπόν από την “επέλαση” των φωτοβολταϊκών, η οποία είναι ακόμα σε εξέλιξη, και κατά τη διάρκειά της έχουμε ήδη δει μεγάλες εκτάσεις, ακόμα και πολύ εύφορες και παραγωγικές, να μετατρέπονται σε “λαμπογυάλια”, μια νέα “επενδυτική” πρόταση μοιάζει να απειλεί τον κάμπο των Μεσογείων αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Αττικής. Η πιθανότητα μεγάλες εκτάσεις να καταλήξουν να γίνουν ενεργειακές καλλιέργειες μίσχανθου, ευκαλύπτου και αγριαγκινάρας, είναι αυξημένη. Είναι όμως μια κίνηση, η οποία δεν έχει μελετηθεί επισταμένα κατά πόσον έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Υπάρχουν κάποιες έρευνες που αναφέρουν ότι με την μονοκαλλιέργεια σε μεγάλες εκτάσεις, αυτών των ειδών, υπάρχει αύξηση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως το μεθάνιο και οξείδια του αζώτου, αλλά πέραν τούτου τίποτα άλλο δεν έχει μελετηθεί, ειδικά για τα δύο είδη, μίσχανθο και ευκάλυπτο, που δεν είναι γηγενή, αλλά έχουν εισαχθεί από άλλες ηπείρους.

Πιστεύω ότι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου, σε επίπεδο δήμου καταρχήν, αλλά και της περιοχής των Μεσογείων γενικότερα, σε δεύτερο στάδιο, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη η οποία επιτρέπει στον κάθε τυχάρπαστο “επενδυτή” ή πολιτικό να έρχεται εδώ και να προτείνει μια “χρυσή ευκαιρία” ανάπτυξης και ευημερίας όλων μας. Πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε τι είδους ανάπτυξη θέλουμε. Οι παλιοί λέγανε, αναφερόμενοι στην περιοχή, ότι ο Υμηττός χωρίζει την κοιλάδα του πνεύματος (Αθήνα) από την κοιλάδα του οινοπνεύματος (Μεσόγεια). Μήπως είμαστε μπροστά σε μια ολική αναμόρφωση του χαρακτήρα της περιοχής; Κι αν ναι, ποιος αποφασίζει για κάτι τέτοιο; Δεν θα έπρεπε και εμείς (οι κάτοικοι αυτής της περιοχής) να έχουμε λόγο;


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου