Γράφει ο Μιχάλης Καϊταντζίδης
kamich@euro2day.gr
Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των τουριστών δεν
σημαίνει πάντα και αντίστοιχη άνοδο εσόδων για την οικονομία και το
δημόσιο. Τα κρυφά κόστη και πώς καλείται να τα καλύψει ο... φορολογούμενος.
Θα πρέπει να το σκεφτούν πολύ καλά όσοι έχουν
σκοπό να πανηγυρίσουν για το ρεκόρ των 20 και πλέον εκατομμυρίων
τουριστών του 2014. Δεν είναι μόνο ότι οι κατά κεφαλήν δαπάνες είναι
μειωμένες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά την
άποψή μας θα πρέπει επίσης να προβληματίσει σοβαρά και να ερευνηθεί η
περίπτωση ο Έλληνας φορολογούμενος να επιδοτεί τον κάθε τουρίστα, ιδίως στις νησιωτικές περιοχές της χώρας.
Η πιθανότητα αυτή είναι πολύ ισχυρή. Η υπέρβαση ενός ορίου το οποίο μπορούν να αντέξουν οι κάθε είδους υποδομές (μεταφορές, ενέργεια, ύδρευση κ.λπ.) προκαλεί «αιχμές». Η ανάγκη κάλυψης των αιχμών όπως δείχνει η εμπειρία έχει τεράστιο κόστος το οποίο μεταφέρεται είτε εμμέσως στους φορολογούμενους, είτε άμεσα μέσω των τιμολογίων των ΔΕΚΟ.
Στην πρώτη περίπτωση, μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και κοινοτικών κονδυλίων. Οι φορολογούμενοι δηλαδή καλούνται να καλύψουν τη χρηματοδότηση έργων υποδομής (λιμάνια, αεροδρόμια κ.λπ.), τα οποία θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε μεγάλο αριθμό χρηστών. Μόνο που οι τελευταίοι κάνουν χρήση των υποδομών για μικρό διάστημα, μάξιμουμ δύο ή τρεις μήνες τον χρόνο, ενώ τους υπόλοιπους παραμένει χωρίς έργο το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικότητάς τους. Με τον τρόπο αυτό όμως δεσμεύονται κεφάλαια των οποίων η απόδοση είναι μικρή, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για άλλους σκοπούς.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο φορολογούμενος καταναλωτής επιβαρύνεται με υψηλό κόστος τιμολογίων ΔΕΚΟ για ύδρευση ή ηλεκτρική ενέργεια. Πώς γίνεται αυτό; Είναι απλό. Αν για παράδειγμα σε ένα νησί, για έναν μήνα το χρόνο, ο πληθυσμός τριπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται, οι υποδομές ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, δηλαδή αντλιοστάσια και δεξαμενές στην πρώτη περίπτωση, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και δίκτυα στη δεύτερη, θα πρέπει να έχουν ισχύ που να μπορεί να εξυπηρετήσει τον αριθμό των χρηστών όπως αυτός διαμορφώνεται τον έναν και μοναδικό μήνα.
Τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, η υπερβάλλουσα δυναμικότητα παραμένει αναξιοποίητη. Το κόστος της όμως σε δεσμευμένα κεφάλαια και σε συντήρηση πληρώνεται από τους σταθερούς χρήστες. Στην περίπτωση του ηλεκτρικού, η επιβάρυνση αυτή είναι απόλυτα διακριτή καθώς περιλαμβάνεται στις χρεώσεις για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ). Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Ακόμη και για κάθε κιλοβατώρα που καταναλίσκει ο τουρίστας στο νησί, επιδοτείται από το σύνολο των καταναλωτών μέσω των ΥΚΩ, αφού το κόστος της κιλοβατώρας είναι πολλαπλάσιο στο νησί λόγω χρήσης πετρελαίου, ενώ το κατάλυμα που τον φιλοξενεί, τιμολογείται με το κανονικό τιμολόγιο.
Αρκεί να αναφέρουμε, για τον ηλεκτρισμό τουλάχιστον, όπου ρυθμιστικά έχει επιβληθεί μεγαλύτερη διαφάνεια, στα περισσότερα νησιά η εγκατεστημένη ισχύς σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι από διπλάσια έως εξαπλάσια της ισχύος που είναι αναγκαία για την κάλυψη της ζήτησης τους 9-10 μήνες του χρόνου. Όλες δηλαδή οι επενδύσεις αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων (αν υπολογιστούν σε όλα τα νησιά), που αποτελούν την υπερβάλλουσα ισχύ για την κάλυψη αποκλειστικά των αιχμών λόγω τουρισμού, παραμένουν ανεκμετάλλευτες για τους μήνες μη αιχμής. Μόνο που το κόστος αυτής της υπερβάλλουσας ισχύος το επιβαρύνεται το σύνολο των καταναλωτών της χώρας μέσω των ΥΚΩ, ή μέσω των τιμολογίων ύδρευσης.
Το πώς δημιουργούνται οι αιχμές φαίνεται από την πρόοδο του ρυθμού αφίξεων τουριστών, καθώς το μέγιστο ποσοστό αφορά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τα 15,5 εκατομμύρια τουρίστες το 2012 και τα 17,9 εκατομμύρια το 2013, το 69% και το 69,7% αντιστοίχως επισκέφθηκαν τη χώρα τους μήνες Ιούνιο – Σεπτέμβριο. Ενώ τους τρεις θερινούς μήνες Ιούνιο - Αύγουστο, η χώρα υποδέχτηκε πάνω από το 50% του συνολικού αριθμού τουριστών (52,7% και 53,14% αντιστοίχως).
Από τα παραπάνω στοιχεία και μόνο, μπορεί κανείς να κατανοήσει τις επιβαρύνσεις που προκαλεί στο σύνολο η χρονική κατανομή του τουριστικού ρεύματος, αλλά και το πόσο πιο αποδοτικά θα λειτουργούσε για το σύνολο της οικονομίας μια επέκταση της τουριστικής περιόδου κατά 2-3 μήνες.
Παρ' όλα αυτά, τα πράγματα θα μπορούσαν να έρθουν σε μια ισορροπία, αν, για παράδειγμα, το τουριστικό ρεύμα δημιουργούσε έσοδα ανάλογα με τον αριθμό των επισκεπτών της χώρας. Δυστυχώς όμως η εμπειρία δείχνει ότι στις τουριστικές περιοχές η φοροδιαφυγή οργιάζει, το δημόσιο αδυνατεί να εισπράξει τον αναλογούντα ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος, ενώ οι εργαζόμενοι στον τουριστικό τομέα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μετά τη λήξη της σεζόν εισπράττουν επιδόματα ανεργίας κ.λπ. Το χειρότερο, πάντως, είναι ότι το 2014 για παράδειγμα που θα καταγραφεί ρεκόρ στην τουριστική κίνηση, το ποσοστό αύξησης στον αριθμό των εισερχόμενων τουριστών δεν αντιστοιχεί σε ποσοστό αύξησης εσόδων.
Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το επτάμηνο του 2014, ο αριθμός των τουριστών αυξήθηκε κατά 20,8% σε σχέση με το επτάμηνο του 2013, ενώ μόνο τον Ιούλιο η αύξηση έφτασε το 29,4%. Ωστόσο οι εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 13,8%, ενώ τον Ιούλιο που έχουμε και την τεράστια άνοδο στον εισερχόμενο τουρισμό, οι εισπράξεις είναι αυξημένες μόλις 14,4%. Αντιστοίχως το επτάμηνο καταγράφεται και μείωση της τάξης του 5,6% στις κατά κεφαλήν δαπάνες τουριστών ανά ταξίδι, που ανέρχονται σε 616,8 ευρώ.
Καταληκτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τουριστικό ρεύμα με τη δομή που εμφανίζεται φέτος και την ισχνή αγοραστική δύναμη, όταν συνδυάζεται με προβληματικούς μηχανισμούς ανάκτησης εσόδων εκ μέρους του δημοσίου, δεν παράγει αυτό που όλοι περιμένουν για την κοινωνία και την οικονομία.
Η πιθανότητα αυτή είναι πολύ ισχυρή. Η υπέρβαση ενός ορίου το οποίο μπορούν να αντέξουν οι κάθε είδους υποδομές (μεταφορές, ενέργεια, ύδρευση κ.λπ.) προκαλεί «αιχμές». Η ανάγκη κάλυψης των αιχμών όπως δείχνει η εμπειρία έχει τεράστιο κόστος το οποίο μεταφέρεται είτε εμμέσως στους φορολογούμενους, είτε άμεσα μέσω των τιμολογίων των ΔΕΚΟ.
Στην πρώτη περίπτωση, μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και κοινοτικών κονδυλίων. Οι φορολογούμενοι δηλαδή καλούνται να καλύψουν τη χρηματοδότηση έργων υποδομής (λιμάνια, αεροδρόμια κ.λπ.), τα οποία θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε μεγάλο αριθμό χρηστών. Μόνο που οι τελευταίοι κάνουν χρήση των υποδομών για μικρό διάστημα, μάξιμουμ δύο ή τρεις μήνες τον χρόνο, ενώ τους υπόλοιπους παραμένει χωρίς έργο το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικότητάς τους. Με τον τρόπο αυτό όμως δεσμεύονται κεφάλαια των οποίων η απόδοση είναι μικρή, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για άλλους σκοπούς.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο φορολογούμενος καταναλωτής επιβαρύνεται με υψηλό κόστος τιμολογίων ΔΕΚΟ για ύδρευση ή ηλεκτρική ενέργεια. Πώς γίνεται αυτό; Είναι απλό. Αν για παράδειγμα σε ένα νησί, για έναν μήνα το χρόνο, ο πληθυσμός τριπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται, οι υποδομές ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, δηλαδή αντλιοστάσια και δεξαμενές στην πρώτη περίπτωση, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και δίκτυα στη δεύτερη, θα πρέπει να έχουν ισχύ που να μπορεί να εξυπηρετήσει τον αριθμό των χρηστών όπως αυτός διαμορφώνεται τον έναν και μοναδικό μήνα.
Τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, η υπερβάλλουσα δυναμικότητα παραμένει αναξιοποίητη. Το κόστος της όμως σε δεσμευμένα κεφάλαια και σε συντήρηση πληρώνεται από τους σταθερούς χρήστες. Στην περίπτωση του ηλεκτρικού, η επιβάρυνση αυτή είναι απόλυτα διακριτή καθώς περιλαμβάνεται στις χρεώσεις για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ). Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Ακόμη και για κάθε κιλοβατώρα που καταναλίσκει ο τουρίστας στο νησί, επιδοτείται από το σύνολο των καταναλωτών μέσω των ΥΚΩ, αφού το κόστος της κιλοβατώρας είναι πολλαπλάσιο στο νησί λόγω χρήσης πετρελαίου, ενώ το κατάλυμα που τον φιλοξενεί, τιμολογείται με το κανονικό τιμολόγιο.
Αρκεί να αναφέρουμε, για τον ηλεκτρισμό τουλάχιστον, όπου ρυθμιστικά έχει επιβληθεί μεγαλύτερη διαφάνεια, στα περισσότερα νησιά η εγκατεστημένη ισχύς σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι από διπλάσια έως εξαπλάσια της ισχύος που είναι αναγκαία για την κάλυψη της ζήτησης τους 9-10 μήνες του χρόνου. Όλες δηλαδή οι επενδύσεις αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων (αν υπολογιστούν σε όλα τα νησιά), που αποτελούν την υπερβάλλουσα ισχύ για την κάλυψη αποκλειστικά των αιχμών λόγω τουρισμού, παραμένουν ανεκμετάλλευτες για τους μήνες μη αιχμής. Μόνο που το κόστος αυτής της υπερβάλλουσας ισχύος το επιβαρύνεται το σύνολο των καταναλωτών της χώρας μέσω των ΥΚΩ, ή μέσω των τιμολογίων ύδρευσης.
Το πώς δημιουργούνται οι αιχμές φαίνεται από την πρόοδο του ρυθμού αφίξεων τουριστών, καθώς το μέγιστο ποσοστό αφορά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τα 15,5 εκατομμύρια τουρίστες το 2012 και τα 17,9 εκατομμύρια το 2013, το 69% και το 69,7% αντιστοίχως επισκέφθηκαν τη χώρα τους μήνες Ιούνιο – Σεπτέμβριο. Ενώ τους τρεις θερινούς μήνες Ιούνιο - Αύγουστο, η χώρα υποδέχτηκε πάνω από το 50% του συνολικού αριθμού τουριστών (52,7% και 53,14% αντιστοίχως).
Από τα παραπάνω στοιχεία και μόνο, μπορεί κανείς να κατανοήσει τις επιβαρύνσεις που προκαλεί στο σύνολο η χρονική κατανομή του τουριστικού ρεύματος, αλλά και το πόσο πιο αποδοτικά θα λειτουργούσε για το σύνολο της οικονομίας μια επέκταση της τουριστικής περιόδου κατά 2-3 μήνες.
Παρ' όλα αυτά, τα πράγματα θα μπορούσαν να έρθουν σε μια ισορροπία, αν, για παράδειγμα, το τουριστικό ρεύμα δημιουργούσε έσοδα ανάλογα με τον αριθμό των επισκεπτών της χώρας. Δυστυχώς όμως η εμπειρία δείχνει ότι στις τουριστικές περιοχές η φοροδιαφυγή οργιάζει, το δημόσιο αδυνατεί να εισπράξει τον αναλογούντα ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος, ενώ οι εργαζόμενοι στον τουριστικό τομέα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μετά τη λήξη της σεζόν εισπράττουν επιδόματα ανεργίας κ.λπ. Το χειρότερο, πάντως, είναι ότι το 2014 για παράδειγμα που θα καταγραφεί ρεκόρ στην τουριστική κίνηση, το ποσοστό αύξησης στον αριθμό των εισερχόμενων τουριστών δεν αντιστοιχεί σε ποσοστό αύξησης εσόδων.
Σύμφωνα και πάλι με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το επτάμηνο του 2014, ο αριθμός των τουριστών αυξήθηκε κατά 20,8% σε σχέση με το επτάμηνο του 2013, ενώ μόνο τον Ιούλιο η αύξηση έφτασε το 29,4%. Ωστόσο οι εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 13,8%, ενώ τον Ιούλιο που έχουμε και την τεράστια άνοδο στον εισερχόμενο τουρισμό, οι εισπράξεις είναι αυξημένες μόλις 14,4%. Αντιστοίχως το επτάμηνο καταγράφεται και μείωση της τάξης του 5,6% στις κατά κεφαλήν δαπάνες τουριστών ανά ταξίδι, που ανέρχονται σε 616,8 ευρώ.
Καταληκτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τουριστικό ρεύμα με τη δομή που εμφανίζεται φέτος και την ισχνή αγοραστική δύναμη, όταν συνδυάζεται με προβληματικούς μηχανισμούς ανάκτησης εσόδων εκ μέρους του δημοσίου, δεν παράγει αυτό που όλοι περιμένουν για την κοινωνία και την οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου